καλωδιακός

καλωδιακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλώδιο ή αποτελείται από καλώδια
2. φρ. τεχνολ. α) «καλωδιακή τηλεόραση» — σύστημα διανομής τηλεοπτικών σημάτων μέσω ομοαξονικών καλωδίων
β) «καλωδιακό πλοίο» — πλοίο εξειδικευμένο στην πόντιση και συντήρηση υποβρύχιων καλωδίων τηλεπικοινωνιών ή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”